ΓΕΝΙΚΑ

Το Μοναστηράκι είναι ένα από τα χωριά του Δήμου Αγράφων του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται χτισμένο πάνω από τη βορειοδυτική όχθη του ποταμού Αγραφιώτη, σε υψόμετρο 660 μ. Είναι ορεινό χωριό, κτισμένο σε περιοχή η οποία περικλείεται από ψηλά βουνά.

Μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1999 ήταν κοινότητα. Σήμερα αποτελεί Δημοτικό Διαμέρισμα του ενός από τουςδύο Δήμους της Ευρυτανίας, μετά την εφαρμογή του σχεδίου Καλλικράτης στο Νομό. Οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού είναι 25 περίπου και ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία, ενώ πολλοί από τους Μοναστηρακιώτες που έφυγαν από το χωριό για να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη, κατοικούν κυρίως στην Αθήνα, στη Λαμία, στο Αγρίνιο και στην Αλίαρτο, ενώ άλλοι κατοικούν διασκορπισμένοι σε πολλά μέρη της Ελλάδας και σε χώρες του εξωτερικού. Τα καλοκαίρια βέβαια ο πληθυσμός του αυξάνεται, γιατί συγκεντρώνονται αρκετοί χωριανοί που ζουν μακριά απ’ αυτό.

Το δημοτικό σχολείο του Μοναστηρακίου δε λειτουργεί σήμερα.

Σημείο αναφοράς για το Μοναστηράκι αποτελεί η Σπηλιά του Κατσαντώνη, του ηρωικού κλέφτη των Αγράφων, η οποία βρίσκεται σε απόσταση περίπου μιας ώρας από το χωριό, σε μια κρυφή πλαγιά της κορυφής Πύργος.

Οι ναοί του Αγίου Δημητρίου, της Παναγίας, του Προφήτη Ηλία (Αϊ Λια), του Αγίου Γεωργίου στο Κάστρο (Αϊ Γιώργη) και τα αμυδρά λείψανα αρχαίου Κάστρου, που ανήκει στην ενότητα των κάστρων των αρχαίων Αγραίων, ταξιδεύουν κυρίως τους κατοίκους, πολλά χρόνια πίσω. Οι πέτρινες γέφυρες με τον νερόμυλο και τα πολλά χαλάσματα σπιτιών δείχνουν πόσος πολύς κόσμος ζούσε κάποτε σε τούτο το χωριό.

ΠΡΟΣΒΑΣΗ

Το Μοναστηράκι απέχει από το Καρπενήσι 60 χιλιόμετρα. Από το Καρπενήσι, επιλέγουμε τον δρόμο προς το Αγρίνιο. Περνάμε τη θέση Μπαγασάκι και αρχίζουμε την κατάβαση προς τον Μέγδοβα ή (Ταυρωπό). Περνάμε την σιδερένια γέφυρα και συνεχίζουμε μέχρι την διασταύρωση Αγρινίου – Βίνιανης. Στρίβουμε δεξιά προς Βίνιανη και Κερασοχώρι, όπως δείχνουν οι πινακίδες. Περνάμε τη Βίνιανη και φτάνουμε στο Κερασοχώρι (Κεράσοβο) σε περίπου δεκαπέντε λεπτά. Από εκεί κατηφορίζουμε προς το χωριό Κρέντη και φτάνουμε σε λιγότερο από δέκα λεπτά. Εκεί θα βρούμε και το τελευταίο βενζινάδικο στην διαδρομή μας, μοναδικό στην περιοχή των Αγράφων. Από την Κρέντη, μετά από δύο περίπου χιλιόμετρα, ακολουθούμε το δρόμο για τα χωριά των Αγράφων. Στα οχτώ χιλιόμετρα φτάνουμε στον οικισμό Βαρβαριάδα. Περνάμε τη γέφυρα και, ακολουθώντας το δρόμο παράλληλα με το ποτάμι Αγραφιώτη, φτάνουμε στον οικισμό Κωνσταντίνα. Συνεχίζοντας, περνάμε στον οικισμό Κοτσίστα τη γέφυρα του Μοναστηρακιώτη, παραπόταμου του Αγραφιώτη, και αμέσως μετά στην διασταύρωση στρίβουμε αριστερά για το Μοναστηράκι. Σε τρία χιλιόμετρα φτάνουμε στο χωριό, αφού περάσουμε από το φαράγγι, όπου ο Μοναστηρακιώτης καπετάν Τσάκας με τα λίγα του παλικάρια πολέμησε τούρκικο πολυάριθμο στράτευμα και το εξολόθρευσε μέχρις ενός και έτσι έσωσε το χωριό του το Μοναστηράκι και τους χωριανούς του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το τμήμα του δρόμου από τη Βαρβαριάδα μέχρι τη διασταύρωση για το Μοναστηράκι σήμερα (Μάρτιος 2015) είναι χωματόδρομος.

Οικισμοί του χωριού είναι η Βαρβαριάδα, η Κοτσίστα, η Κωσταντίνα, ο Άγιος Νικόλαος, η Κότλιανη, οι Γκούρες και το Κεφαλόβρυσο (παλαιότερα λεγόταν Σίχνικο).

Στον οικισμό Κεφαλόβρυσο μπορεί να φτάσει κανείς από το δρόμο που οδηγεί στα χωριά των Απεραντίων. Από το χωριό Παλαιοκάτουνο στρίβουμε δεξιά και ακολουθώντας το χωματόδρομο φτάνουμε μετά από 15 χιλιόμετρα. Μπορεί να πάει κανείς και από το Μοναστηράκι, αλλά σήμερα ο χωματόδρομος είναι πολύ δύσβατος.

ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ

Στην αρχή του παλιού δρόμου για το Σίχνικο διακρίνονται τα ερείπια του νερόμυλου, της νεροτριβής και του μαντανιού που λειτουργούσαν από τα νερά του χείμαρρου του Μοσχολή ενώ σε μικρή απόσταση από το χωριό, πάνω από το ρέμα Μοναστηρακιώτης βρίσκεται το όμορφο παλιό γεφύρι, το Ψηλό Γεφύρι. Στο Μοναστηράκι υπάρχουν αρκετές σημαντικές εκκλησίες, η Παναγιά, ο Άγιος Γεώργιος στο Κάστρο, ο Άγιος Δημήτριος και ο Προφήτης Ηλίας. Στο Σίχνικο είναι η εκκλησίες του Αγίου Παντελεήμονα και του Προφήτη Ηλία επίσης. Σε μικρή απόσταση κάτω από το Σίχνικο, δίπλα σχεδόν στο δρόμο που οδηγεί στο Παλαιοχώρι, ένα μικρό, κατοικημένο συνοικισμό, βρίσκεται μια ανεξερεύνητη σπηλιά με άθικτο τον σταλαγμιτικό και σταλακτιτικό της διάκοσμο.

  1. Το χωριό με το «Κάστρο» και τον Αϊ Γιώργη στην κορυφή
ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ - ΚΑΣΤΡΟ
  1. Οι πηγές στο «Μοσχολή»
ΠΗΓΕΣ ΜΟΣΧΟΛΗ
  1. Το Ψηλό Γεφύρι
  2. Το εντυπωσιακό φαράγγι «της Φτελιάς»

Άλλος ένας φυσικός παράδεισος βρίσκεται το χωριό μας, αλλά μέχρι τώρα δεν είναι ευρέως γνωστός. Πρόκειται για το εντυπωσιακό φαράγγι «της Φτελιάς» στο Ψηλό Γεφύρι Mοναστηρακίου. Είναι ένα εντυπωσιακό φαράγγι λόγω των μεγάλων καταρρακτών του και των απόκρημνων πλευρών του. Οι καταρράκτες και τα τρεχούμενα όλο το χρόνο πεντακάθαρα νερά έχουν διαβρώσει το έδαφος που είναι σκεπασμένο με μακριά βρύα. H προσέγγιση στο φαράγγι στο «Ψηλό Γεφύρι» είναι πολύ δύσκολη. Πιστεύουμε ότι στο μέλλον θα αποτελέσει πόλο έλξης των επισκεπτών, αν οι τοπικές αρχές κατασκευάσουν τις αναγκαίες προσβάσεις σ’ αυτό.

Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε ότι το Ψηλό Γεφύρι βρίσκεται σε κίνδυνο, επειδή άνοιξαν τα δοκάρια και θα πρέπει να υπάρξει άμεση παρέμβαση για την κατασκευή νέου γεφυριού.

  1. «Το μελίσσι» με τη σκάλα του

Ακολουθώντας ένα δύσκολο μονοπάτι, «το αυλάκι», μπορεί να  φτάσει κάποιος στο «στοιχειωμένο μελίσσι». Το απότομο κοφτό βουνό προκαλεί δέος στον επισκέπτη. Σε μια εσοχή, στη μέση του σκληρού βουνού, είναι στεριωμένη μία ξύλινη σκάλα, περίπου είκοσι μέτρων. Κανένας δε γνωρίζει πότε και για ποιο λόγο στήθηκε εκεί. Όλοι την ξέρουν, αλλά κανείς, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, δε βρήκε πληροφορίες για τη σκάλα, η οποία ακόμη και σήμερα παραμένει άθικτη. Υπάρχει παράδοση ότι εκεί στο βράχο αγριομέλισσες είχαν κτίσει τη δική τους κοινωνία, παράγοντας το μέλι για να ζήσουν. Οι κάτοικοι όμως το αντιλήφθηκαν και θέλησαν να κάνουν δικό τους το μέλι. Έτσι έφτιαξαν τη σκάλα για να μπορέσουν να φτάσουν στο σπίτι των μελισσών. Επειδή ήταν δύσκολη η συλλογή του μελιού, σκέφτηκαν να δέσουν κάποιον με μια μακριά τριχιά και να τον κατεβάσουν από την κορυφή του βουνού μέχρι εκείνο το σημείο. Όταν κατέβηκε κι άρχισε να μαζεύει το μέλι, κοίταξε κάποια στιγμή προς τα πάνω. Νόμισε ότι η τριχιά έγινε φίδι που κατευθυνόταν σ’ αυτόν. Τρόμαξε τόσο που έβγαλε το μαχαίρι, το οποίο είχε πάνω του, έκοψε το «φίδι» κι έπεσε και σκοτώθηκε. Από τότε, λένε, κανένας δεν ξανασκέφτηκε να επιχειρήσει κάτι ανάλογο. Κάποιοι φοβούνται και να περάσουν από εκεί, γιατί το αίμα του σκοτωμένου «βογκάει» ακόμα, όπως λένε.

Το Αύγουστο του 2015 οργανώθηκε από το Σύλλογό μας επιχείρηση εξερεύνησης του «στοιχειωμένου μελισσιού». Ο Θανάσης Γυφτομήτρος, που υπηρετεί στην ΕΜΑΚ, με κατάλληλο εξοπλισμό και με τη βοήθεια μελών του Συλλόγου καταρριχήθηκε από την κορυφή του βράχου ως το σημείο που βρίσκεται η σκάλα. Εκεί εκτίμησε ότι η σκάλα έχει είκοσι μέτρα ύψος κι ότι λείπουν ελάχιστα ξύλινα σκαλοπάτια. Βρήκε πλάι της ένα τμήμα ξύλου που βρισκόταν στερεωμένο σε μια σχισμή του βράχου κι είχε πάνω του υπολείμματα κεριού. Έκοψε ένα μικρό τμήμα της σκάλας, το οποίο το παραδώσαμε στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας  του Ινστιτούτου Νανοεπιστήμης και Νανοτεχνολογίας ΕΚΕΦΕ «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ» για να το χρονολογήσει με Άνθρακα-14. Για την επεξεργασία του δείγματος πήραμε την 23η Φεβρουαρίου 2016 την εξής απάντηση:

«Πρόκειται για κομμάτι από κορμό δέντρου μικρής διαμέτρου στο οποίο καταμετρήθηκαν 33 δακτύλιοι και στο εξωτερικό μέρος του οποίου σώζεται και μέρος του φλοιού.

Ελήφθησαν προς χρονολόγηση οι 12 εξωτερικοί δακτύλιοι κάτω από τον φλοιό, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τα 12 τελευταία χρόνια ζωής του δέντρου πριν την κοπή του. Επομένως η χρονολόγηση των συγκεκριμένων δακτυλίων με Άνθρακα-14 αντιπροσωπεύει την ημερομηνία κοπής του δέντρου και άρα χρήσης του στην κατασκευή, με απόσταση μερικών ετών.

Λόγω ιδιομορφίας της καμπύλης βαθμονόμησης στην περίοδο αυτή οι προκύπτουσες ηλικίες δεν είναι μία αλλά τρεις.

Συγκεκριμένα μέσα σε ένα σύνολο πιθανοτήτων 95,4% (σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα) έχουμε τις εξής πιθανές περιόδους κοπής και άρα χρήσης του ξύλου για την κατασκευή της σκάλας:

  1. 1641-1670 μ.Χ. με πιθανότητα 66,4%
  2. 1780-1800 μ.Χ. με πιθανότητα 25,5%
  3. 1945-1948 μ.Χ. με πιθανότητα 0,5%

Μπορούμε ανεπιφύλακτα να απορρίψουμε την 3η περίοδο με δεδομένο ότι οι πιθανότητες είναι αμελητέες αλλά και λόγω μαρτυριών ότι η σκάλα προϋπήρχε. Επομένως έχουμε δύο πιθανές περιόδους για την ηλικία της κατασκευής:

1.1641-1670 μ.Χ. (66,4%) και

2.1780-1800 μ.Χ. (25,5%)

Η πρώτη (1641-1670 μ.Χ.) είναι και η πιο πιθανή, με 66,4% πιθανότητες, αλλά δεν μπορεί να απορριφθεί και η δεύτερη (1780-1800 μ.Χ.) για την οποία οι πιθανότητες είναι μεν μικρότερες (25,5%) αλλά όχι αμελητέες.

Για να διευκρινιστεί πλήρως σε ποια από τις δύο περιόδους αυτές βρίσκεται η πραγματική ηλικία κοπής και χρήσης του δέντρου στην κατασκευή, θα χρειαστεί να χρονολογηθούν άλλα δύο δείγματα από το ίδιο κομμάτι και συγκεκριμένα οι δακτύλιοι 13-23 και 24-33. Με τις χρονολογήσεις αυτές θα εφαρμοστεί η τεχνική της ταύτισης των κυμάνσεων (wiggle matching)».

Το…στοιχειωμένο μελίσσι

Από το βιβλίο του συγχωριανού μας Γεωργίου Χρυσικού

«ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ»

«Προς βορρά και σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από το ψηλό Γεφύρι υπάρχει ένας κοφτός κόκκινος βράχος, λες και τον έκοψε με μαχαίρι ανθρώπι­νο χέρι. Στο μέσον του βράχου υπάρχει σπηλιά, που τη βλέπουμε από την απέναντι πλαγιά. Την σπηλιά αυτή την έκαμε κυψέλη ένα μελίσσι που έγινε στοιχειωμένο. Το μελίσσι αυτό δούλεψε πολλούς αιώνες και οι μελοκηρήθρες του γέμισαν τη σπηλιά και εκρέμοντο και στο στό­μιο της εισόδου της σπηλιάς. Η παράδοση του Χωριού λέει ότι οι μαστόροι από τα Τζουμέρκα, που έκτιζαν το «Ψηλό Γεφύρι» είδαν τα μέλια στη σπηλιά και θέλησαν να τα τρυγήσουν. Έφτιασαν μια πελώρια σκάλα από κέ­δρινο ξύλο, που είναι σκληρό και αντέχει, και την στερέ­ωσαν καλά κάτω και επάνω και προσπάθησαν να ανέ­βουν στη σπηλιά, αλλά δεν το κατόρθωσαν και εγκατέλειψαν το σχέδιο αυτό.

Ύστερα ανέβηκαν στη κορυφή – σύρραχο του βράχου, έδεσαν με τριχιές τον πρωτομάστορα και τον κατέβασαν στη σπηλιά κι άρχισε να παίρνει τις φέτες του μελιού και με καζάνια δεμένα να το κατεβάζει κάτω. Με τον τρόπο αυτό έφτασε τρυγώντας στο μέσον του στοιχειωμένου μελισσιού, οπότε ακούει μια φωνή να λέει: «Φτάνει πια!». Ο τρυγητής του μελισσιού, νομίζοντας ότι του φωνάζουν οι σύντροφοί του, σήκωσε το κεφάλι του προς τα πάνω και τους λέει: «Τώρα μπήκα στο καλό και το πολύ το μέλι». Εκείνη τη στιγμή είδε δίπλα του ένα φίδι και με το μαχαίρι που κρα­τούσε στα χέρια του και τρυγούσε το αγριομελίσσι το έκοψε στα δύο. Δεν ήταν όμως φίδι. Ήταν η τριχιά που ήταν δεμένος ο πρωτομάστορας του γεφυριού· έτσι ο τρυ­γητής του μελισσιού γκρεμίστηκε κάτω και σκοτώθηκε.

Στο μέρος που έπεσε και σκοτώθηκε ο τρυγητής του στοιχειωμένου μελισσιού πολλοί κάτοικοι του χωριού διηγούνται ακόμα και σήμερα ότι άκουσαν τα βράδια ανα­στεναγμούς, μάλιστα λέγεται ότι ο μακαρίτης Χρήστος Νικ. Κάππας ανεβαίνοντας μια νύχτα να πάει στο σπίτι του, τα Σπαρτά, άκουσε, φωνές, κλάματα και βογκητά.

Στα ριζά του μονοκόμματου και κοφτού βράχου του αγρομελισσιού περνάει δρόμος-μονοπάτι, που συνδέει το Χωριό με τους συνοικισμούς Σπάρτων και Κότλιανης. Υπάρχει παράδοση που αναφέρει ότι κάποιος κάτοικος του συνοικισμού Κότλιανης μια νύχτα, που το φεγγάρι με τις χρυσαφένιες του αχτίδες φώτιζε όλο τον τόπο, περνούσε κάτω από τον βράχο του στοιχειωμένου αγριομελισσιού και καθώς κοίταξε προς το βράχο του φάνη­κε πως είδε τον πρωτομάστορα του γεφυριού κρεμα­σμένο στο βράχο να τρυγάει το αγριομελίσσι και κοντοστάθηκε λίγο για να παρακολουθήσει πως ο πρω­τομάστορας τρυγούσε το στοιχειωμένο αυτό αγριομε­λίσσι. Σε μια όμως στιγμή βλέπει τον πρωτομάστορα να πέφτει κάτω μπροστά στα πόδια του και να σκοτώ­νεται, βγάζοντας μια δυνατή κραυγή. Εκείνος τότε τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ, που άρχισε να τρέχει και να πη­δάει από λιθάρι σε λιθάρι και από βράχο σε βράχο, ώσπου έφτασε πέρα μακριά στο δασύ πλατανιά, κοντά στις δυο μεγάλες ρεματιές.

Εκεί οι νεράιδες είχαν ανάψει πελώρια φωτιά, όπου το έντονο φως της φωτιάς είχε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου και του πορτοκαλιού και γύρω-γύρω από την φωτιά χόρευαν οι νεράιδες. Σαν είδαν όμως οι νεράιδες τον άνθρωπο, έτρεξαν όλες μαζί κοντά του και η πρωτονεράιδα τον άρπαξε στην αγκαλιά της και χάθηκαν.

Θρυλείται ότι από τότε που συνέβη αυτό το περιστα­τικό οι Μοναστηρακιώτες έπαυσαν να περνούν νύχτα από την τοποθεσία αυτή που σκοτώθηκε ο πρωτομά­στορας του «Ψηλού Γεφυριού». Η τοποθεσία που έπεσε ο τρυγητής του στοιχειωμένου αγριομελισσιου λέγεται ακόμα και «ΜΕΛΙΣΣΙ».

Ο αείμνηστος λογοτέχνης Στέφανος Γρανίτσας στο αφή­γημα του το «στοιχειό», τοποθετεί το στοιχειωμένο αυτό μελίσσι εις άλλον τόπο και δη εις πλατανιά, παραπότα­μο του Αχελώου. Αυτό όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το στοιχειωμένο αγριομελίσσι ήταν στο βράχο αυτόν του Χωριού Μοναστηρακίου. Αυτό λέει η πα­ράδοση του Χωρίου και είναι αληθές, γιατί και σήμερα ακόμα βλέπουμε την σπηλιά, το αγριομελίσσι με τις μελοκηρήθρες του γύρω-γύρω στην είσοδο τις σπηλιάς και την σκάλα που θέλησαν να χρησιμοποιήσουν οι τρυγηταί του στοιχειωμένου αγριομελισσιού κολλημένη στο βρά­χο, η σκάλα αυτή διατηρείται σε καλή κατάσταση μετά από εκατοντάδες χρόνια διότι, όπως είπαμε πιο πάνω, είναι φτιαγμένη με ξύλα από κέδρα. Η σκάλα έχει ύψος είκοσι μέτρα περίπου».

  1. Η Σπηλιά του Κατσαντώνη

Η Σπηλιά του Κατσαντώνη, του ηρωικού κλέφτη των Αγράφων, βρίσκεται σε απόσταση περίπου μιας ώρας από το χωριό, σε μια κρυφή πλαγιά της κορυφής Πύργος. Εκεί στα τέλη του Αυγούστου του 1809, ο Μουχουρντάρης έπιασε τον άρρωστο οπλαρχηγό μαζί με τον αδερφό του Γιώργο Χασιώτη και τους μετέφερε στα Γιάννενα, όπου και υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο. 

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ  ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ

Βαριά άρρωστος από την καταραμένη ευλογιά ο Κατσαντώνης είχε μεταφέρθηκε στη σπηλιά, εγκαταλείποντας το Μοναστήρι του Αγ. Γιαννιού κοντά στο Παλαιοκάτουνο, επειδή φοβόταν μήπως τον δει κάποιο μάτι, για το λόγο ότι το Μοναστήρι ήταν πολυσύχναστο. Τον μετέφερε ο αδελφός του ο Γιάννης ο Χασιώτης, με πέντε ακόμα παλικάρια του στη σπηλιά, που δύσκολα κανείς θα περνούσε από κει, γιατί λίγοι την ήξεραν. Τη σπηλιά την γνώριζαν καλά τα δυο αδέλφια. Άνοιξη του 1808 θα πρέπει να ήταν. Μπήκε το καλοκαίρι. Η κατάσταση της υγείας του Κατσαντώνη δεν έπαιρνε το καλύτερο, αλλά άντεχε ακόμη. Αυτό που δεν κατάφερε να κάνει η φοβερή αρρώστια στον Σταυραετό των Αγράφων, το πέτυχε η προδοσία. Κάποιος, στις αρχές του Αυ­γούστου, αποκάλυψε το μυστικό κρυψώνα του αρχηγού και οδήγησε τους τουρκαλβανούς εκεί.

Πώς περιγράφει ο Κώστας Μπουμπουρής στο βιβλίο του «Κατσαντώνης, εποποιία και θρύλος» το χρονικό της τελευταίας μάχης και της αιχμαλωσίας των δύο αδελφών.

«Προδομένοι και από παντού κυκλωμένοι, οι ελπίδες για σωτηρία είχαν εξανεμισθεί. Αμίλητοι και χωρίς να αφήσουν από την αγκαλιά τους τα καριοφίλια, στριφογυρνούσε στο νου τους το τελευταίο παράλογο επιχείρημα της επίθεσης εναντίων των Τουρκαλβανών, παρά την προδοσία. Τώρα τον πρώτο λόγο τον είχε ο Μουχτάρης, παλιός γνώριμος του Κατσαντώνη από την μάχη στο Γρεβενοδιάσελο. Ήρθε η ώρα. Ο αχρείος θα μπορούσε να πιάσει τον άπιαστο και να τον πάει πεσκέσι στον αφέντη του, τον Αλή Πασά, δείχνοντας έτσι την παλικαριά του, αφού συμμάχησε πρώτα με την τρομερή αρρώστια της ευλογιάς.

Όπως περιγράφεται στο βιβλίο του Φραγκίστα, φώναξαν οι Τουρκαλβανοί: «Πέτα τ’ άρματα κάτω, ορέ Κατσαντώνη» χωρίς να τολμούν να πλησιάσουν. Ο Κατσαντώνης βλέποντας τον ολοφάνερο κίνδυνο κι ότι μονάχα με την φυγή θα ήταν δυνατόν να σω­θεί και μην μπορώντας να πολεμά εξαιτίας της αρρώστιας του, διέταξε τον αδελφό του, τον Χασιώτη, να τον βάλει στον ώμο του και να υποχωρήσουν. Βλέποντας ο Χασιώτης ότι δεν μπορεί να πολεμά υποχωρώντας, άφησε τον Κατσαντώνη κάτω από ένα δέντρο και άρχισε να πολεμά μαζί με τα πέντε παλικάρια του, εναντίον ολόκληρου του στρατού του Μουχτάρη. Μάταια προ­σπαθούσε να τους σκοτώσει ο τελευταίος, λες και η ασπίδα του Κυρίου τους προστάτευε. Η μάχη κράτησε περίπου μία ώρα. Σκοτώθηκαν οι πέντε σύντροφοι του Κατσαντώνη και έμεινε αυτός και ο αδελφός του, ο οποίος μη θέλοντας με κανένα τρόπο να παραδοθεί, πολεμούσε σαν μανιακός, μέχρι που πληγώθηκε στο μηρό και αναγκάστηκε να υποκύψει στα μαχαίρια των εχθρών.

Μόλις πιάσανε τον Κατσαντώνη, ο Μουχτάρης διέταξε να ριχθεί μια μπαταριά ως δείγμα μεγάλου κατορθώματος.

Η παράδοση λέει ότι λίγο πριν το γιουρούσι, ο Κατσαντώνης ζήτησε από τον αδελφό του, τον Χασιώτη, να του κόψει το κε­φάλι, μια συνήθεια των κλεφτών, όταν έβλεπαν ότι δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας. Φυσικά ο Χασιώτης δεν δέχτηκε να κάνει κάτι τέτοιο».

ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ

Στο Μοναστηράκι υπήρχαν, σύμφωνα με  τις παραδόσεις, δώδεκα εκκλησίες. Εμείς σήμερα γνωρίζουμε τα εξής ονόματα εκκλησιών: Άγιος Δημήτριος, Κοίμηση της Θεοτόκου, Προφήτης Ηλίας, Άγιος Αθανάσιος, Άγιος Γεώργιος, Αγία Παρασκευή, Άγιοι Απόστολοι, Άγιος Νικόλαος, και στο Σύχνικο, που είναι συνοικισμός και απέχει μιάμιση περίπου ώρα από το Μοναστηράκι, ο Άγιος Παντελεήμονας, ο Άγιος Νικόλαος και Άγιος Γεώργιος. Από αυτές λειτουργούν σήμερα στο χωριό ο Άγιος Δημήτριος, η Κοίμηση της Θεοτόκου (Παναγία), ο Προφήτης Ηλίας και ο Άγιος Γεώργιος και στο Σύχνικο ο Άγιος Παντελεήμονας και ο Άγιος Νικόλαος.

  1. Άγιος Δημήτριος

Ο ναός του Αγίου Δημητρίου βρίσκεται στο κέντρο του χωριού. Εκεί υπήρχαν πριν την κατασκευή του τα ερείπια των  ναών του Αγίου Δημητρίου και των Αγίων Αποστόλων. Το 1908 οι κάτοικοι αποφάσισαν να κτίσουν ένα  μεγάλο  ναό στη θέση αυτή. Δεν μπορούσαν να αποφασίσουν ποιον  Άγιο να τιμήσουν και γι’ αυτό έριξαν κλήρο. Ο μικρός, δωδεκάχρονος τότε, Δημήτρης Τόλης, τράβηξε τον κλήρο, ο οποίος έπεσε  στον  Άγιο  Δημήτριο.  Οι Μοναστηρακιώτες ξεκίνησαν την οικοδόμηση του ναού. Με σκληρή προσωπική εργασία, κουβαλώντας την πέτρα στον ώμο από τη γύρω περιοχή και τα ξύλα από τα γύρω δάση, με κτίστες Τζουμερκιώτες, αλλά και ντόπιους, έκτισαν από τα θεμέλια τη νέα εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, που είναι σήμερα ο πολιούχος του χωριού.

Ο Ιερός Ναός είναι ρυθμού Βυζαντινού με τρούλο. Το σχήμα του είναι  ορθογώνιο, με μήκος 18 μέτρα, πλάτος 12 μέτρα και ύψος έως τη κορυφή του τρούλου 15 μέτρα. Έχει δύο πόρτες, από τη μία μπαίνουν οι άνδρες και από την άλλη οι γυναίκες.  Ο γυναικωνίτης είναι χωρισμένος με τοίχο από τον υπόλοιπο χώρο της εκκλησίας και στο μέσο του τοίχου υπάρχει πέτρινη πελεκητή σκάλα, που τον συνδέει με τον κυρίως ναό. Έχει και ανώγειο γυναικωνίτη με ξύλινο πάτωμα και ξύλινη σκάλα, στον οποίο ανέβαιναν συνήθως τα κορίτσια. Στον τοίχο που χωρίζει το γυναικωνίτη υπάρχουν στασίδια. Επίσης υπάρχουν στασίδια και στις δύο άλλες πλευρές του ναού, που κάθονται οι γεροντότεροι.  Το τέμπλο είναι σκαλιστό και φτιαγμένο από ξύλο καρυδιάς. Είναι έργο του ξυλογλύπτη Ψυχογιού από τη Δυτ. Φραγκίστα Ευρυτανίας. Οι εικόνες του τέμπλου είναι έργο του αείμνηστου αγιογράφου Κων/νου Στυλ. Παπαδημητρίου που κατάγονταν από τη Βράχα Ευρυτανίας. Υπάρχουν όμως και μερικές εικόνες άγνωστων αγιογράφων. Από την οικοδόμηση του ναού και έπειτα έγιναν διάφορες εργασίες συντήρησης. Το 2002 ανακατασκευάστηκε η σκεπή με κεραμίδια, ενώ το 2005 ανακαινίστηκε το καμπαναριό. Επίσης το ίδιο έτος έγινε η πλακόστρωση όλου του προαύλιου χώρου με πέτρα Άρτας και η κατασκευή σκεπάστρων των δύο εισόδων του ναού με κεραμίδια, όπως και η επένδυση της κεντρικής εισόδου με πέτρα. Τα χρήματα για τις εργασίες συντήρησης κατέβαλαν Μοναστηρακιώτες που μένουν στο χωριό και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Μεγάλη ήταν και η συμβολή του Συλλόγου των απανταχού Μοναστηρακιωτών.

2.  Η Κοίμηση της Θεοτόκου (Παναγία)

Στην είσοδο του χωριού βρίσκεται η εκκλησία της Παναγίας «Κοίμηση της Θεοτόκου». Παλαιά εκκλησία ρυθμού Βασιλικής. Είναι σχήματος ορθογωνίου και έχει τις εξής διαστάσεις: Μήκος 18 μέτρα, πλάτος 7 μέτρα καί υψος 5 μέτρα. Μας είναι τελείως άγνωστος ο χρόνος που κτίσθηκε η εκκλησία. Κατά τις παραδόσεις και τους υπολογισμούς των γεροντότερων του χωριού η εκκλησία αυτή κτίστηκε πριν από τετρακόσια και πλέον χρόνια. Οι κάτοικοι του χωριού την επιδιορθώνουν και τη συντηρούν τακτικά και διατηρείται σε καλή κατάσταση. Την Παναγία τη λάτρευαν και την τιμούσαν και οι Κλέφτες. Έστελναν τάματα, λαμπάδες, ασημοκάντηλα και χρήματα. Στην εκκλησία της Παναγίας πήγαιναν τακτικά και οι Κατσαντωναίοι, όπως έλεγαν οι παλαιότεροι. Μάλιστα λέγεται ότι το πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη, ο Θανάσης Τσάκας, που ήταν και κάτοικος του χωριού, στεφάνωνε τα φτωχά κορίτσια στην εκκλησία αυτή. Το τέμπλο της εκκλησίας είναι απλό από ξύλο καρυδιάς. Έχει εικόνες παλαιές, αγνώστων Αγιογράφων. Στο χώρο που είναι κτισμένη η εκκλησία βρίσκεται και το νεκροταφείο του χωριού.

Το εσωτερικό του ναού της Παναγίας

  1. Ο Προφήτης Ηλίας

Στην κορυφή του χωριού είναι κτισμένο το εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία (Αϊ-Λια). Η εκκλησία αυτή κτίστηκε το 1961 στα ερείπια παλαιότερου ναού με το ίδιο όνομα, με χρηματικές εισφορές και προσωπική εργασία των κατοίκων του χωριού.  Έχει τις έξης διαστάσεις: Μήκος 10 μέτρα, πλάτος 7 μέτρα και ύψος 5 μέτρα. Στο προαύλιο της εκκλησίας και στον κορμό τεραστίου δένδρου (βελανιδιάς) υπήρχε κρεμασμένο σήμαντρο, το οποίο οι γεροντότεροι διηγούνται ότι εκείνοι το βρήκαν εκεί. Σήμερα δεν υπάρχει το σήμαντρο.

Κάθε χρόνο στις 20 Ιουλίου γιορτάζεται η μνήμη του Προφήτη Ηλία και τελείται θεία λειτουργία, στην οποίαν σήμερα προσέρχονται λίγοι προσκυνητές. Μετά την λειτουργία παλιότερα γίνονταν μεγάλο γλέντι.

  1. Ο Άγιος Γεώργιος

Στην τοποθεσία «Κάστρο» υπήρχε ερειπωμένη η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Το έτος 1936 οι κάτοικοι του χωριού στα ερείπια της εκκλησίας αυτής έκτισαν το δημοτικό σχολείο, διότι η Κοινότητα δε διέθετε άλλο οικόπεδο κατάλληλο για την ανέγερση του σχολείου. Ο Γεώργιος Κων.  Χρυσικός με δική του δαπάνη έκτισε την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην κορυφή του υψώματος «Κά­στρο».

Η νεόκτιστη πέτρινη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου έχει σχήμα ορθογώνιο με 10 μέτρα μήκος, 6 μέτρα πλάτος και 5 μέτρα ύψος.

Ο Γεώργιος Κων. Χρυσικός, ο οποίος έμενε στην Αθήνα, στο βιβλίο του «ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ  ΑΓΡΑΦΩΝ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ» γράφει για την απόφασή του αυτή:

«… Αιτία που πετάχτηκα από τον ύπνο μου τα μεσάνυχτα 23 Απριλίου 1974 ήταν το έξης όνειρο:

Ευρισκόμην στο Χωριό μου, το Μοναστηράκι, στο σπίτι των αειμνήστων γονέων μου και κατέβηκα στο «Σταυροπήδι» που είναι το εικονοστάσιο του Αγίου Γεωργίου, έργον και δαπάνη του αειμνήστου πατέρα μου. Άναψα το καντηλάκι του εικονοστασίου του Αγίου Γεωργίου, έκαμα τον σταυρόν μου και γύρισα για να προχωρήσω προς την κεντρική πλατεία του Χωριού, τον Πλάτανο. Ξάφνου αντικρύζω μπροστά μου μία Θεϊκή Μορφή που άστραφτε μέσα σε στολή ολόχρυση. Ταράχτηκα! Έτρεμα από φόβο! Ήταν αδύνατον να σταθώ στα πόδια μου. Σταύρωσα τα χέρια μου και έμεινα ακίνητος περιμένοντας να ακούσω. Και ακούω: «Γιατί αυτός ό φόβος; Γιατί αυτή ή ταραχή; Σήμερον είναι η Εορτή του Αγίου Γεωργίου, την μνήμην του οποίου όλοι οι χριστιανοί εορτάζουν. Πρέπει να ενεργήσης να ανοικοδομηθή ο οίκος μου. Γνωρίζεις πού άλλοτε ήταν ό οίκος μου». Και εκείνη τη στιγμή βρεθήκαμε στο προαύλιο του σχολείου. Η Θεϊκή Μορφή κοίταξε δεξιά κι αριστερά. Κοίταξε παντού. Ύστερα προχωρεί, την ακολουθώ και φθάσαμε στην κορυφή του υψώματος «Κάστρο».

«Βλέπεις το μέρος τούτο; Εδώ πρέπει να γίνη ο οίκος μου. Εδώ θα είναι η Αγία Τράπεζα και θα προχωρή έως εκεί που είναι ή μεγάλη πέτρα».

Μπροστά στο μεγαλείον αυτό δεν μπορούσα να αρθρώσω ούτε μια λέξη, όταν για δεύτερη φορά ακούω την μελωδικήν φωνήν. «Να γίνη εδώ ο οίκος μου». Έτρεμα όντως από φόβο και με σχεδόν σβησμένη φωνή ερωτώ. Πώς πρέπει να ενεργήσω, για να φέρω εις πέρας την ανοικοδόμηση του Οίκου Σας; «Η ανοικοδόμησις είναι σκέψις και πόθος δικός σου. Θα συνάντησης δυσκολίες, άλλα να μην απογοητευθής. Να προχώρησης με πίστη και θάρρος στο έργον».

Αφού είπε τα λόγια αυτά, βλέπω την Θεϊκήν Όπτασίαν να ευλογή με την δεξιάν της χείρα τον χώρον, να αφήνη το έδαφος και να ανέρχεται σιγά-σιγά όλο και πιο ψηλά με ένα μελωδικόν ύμνο, ενώ μία ολοφώτεινη λάμψη περιέβαλλε την Αγίαν Μορφήν. Καθώς ανήρχετο η Ιερά Μορφή εν μέσω του λαμπρότατου τούτου θεάματος εψάλλετο το  Απολυτίκιον του Αγίου Γεωργίου: «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπι­στής, ασθενούντων Ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστώ τω θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών».Ύστερα χάθηκε από τα μάτια μου. Ακριβώς την στιγμήν εκείνην πετάχθηκα από τον ύπνο μου, όπως σημειώνω στην αρχή της παρούσης ομολογίας μου.

Η χάρις του Αγίου Γεωργίου μου δίνει δύναμη και απεφάσισα δι’ ιδίων μου εξόδων να φέρω εις πέρας την μεγάλην εντολήν που πήρα και στις 23 Μαρτίου 1975, ημέραν Κυριακήν και ώραν 11ην π.μ., μετά την Θείαν Λειτουργίαν ο παπάς και σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του Χωριού συγκεντρωθήκαμε στην κορυφή της τοποθεσίας «Κάστρο», στο σημείον εκείνο ακριβώς που μου υπέδειξε η Θεϊκή εκείνη Μορφή πριν από ένα σχεδόν έτος· ανοίξαμε τα θεμέλια του Ναού εκεί που πατούσε η Θεϊκή Οπτασία και εγένετο ο αγιασμός της ενάρξεως της ανοικοδομήσεως του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου υπό του Ιερέως Κωνσταντίνου Τσέλιου, εκ Μαυρομμάτας Ευρυτανίας καταγόμενου, και ετέθη υπό του υποφαινομένου ο θεμέλιος   λίθος …»

Ο Άγιος Γεώργιος στο Κάστρο και στο βάθος ο Άγιος Δημήτριος

  1. Η Αγία Παρασκευή

Στο προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου του χωριού υπήρχε εκκλησία προς τιμήν της Αγίας Παρασκευής. Τα ερείπια της εκκλησίας αυτής υπάρχουν και σήμερα. Βλέπουμε τα κτιστά θεμέλιά της και σκορπισμένες τεράστιες πέτρες πελεκητές – αγκωνάρια. Δεν υπάρχει καμιά πληροφορία για το πότε κτίσθηκε ούτε πότε και πώς καταστράφηκε.

  1. Ο Άγιος Αθανάσιος

Σε απόσταση χιλίων μέτρων, στα ανατολικά του χωριού, σε μια πλαγιά κατάφυτη από πουρνά­ρια και φιλίκια, υπάρχουν ελάχιστα ερείπια της εκκλησίας  του   Αγίου   Αθανασίου.   Καμιά χρονολογία δε μας είναι γνωστή για το πότε κτίσθηκε ούτε πότε και πώς καταστράφηκε. Υπάρχει μόνον μία παράδοση, ότι το έκαψαν οι Τούρκοι, όταν κατεδίωκαν τους Κατσαντωναίους.

Λίγα μέτρα πιο κάτω από τα ερείπια της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου είναι ερείπια κτισμάτων σχήματος κελιών. Οι γέροντες του χωριού έλεγαν παλιότερα ότι εκεί ήταν το μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου.

  1. Ο Άγιος Νικόλαος

Στο συνοικισμό του Αγίου Νικολάου, πού απέχει μισή ώρα από το χωριό, υπήρχε εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Η εκκλησία αύτη καταστράφηκε από μία μεγάλη θεομηνία πριν από εκατόν είκοσι και πλέον χρόνια, καθώς διηγούνταν οι παλαιότεροι. Έβρεχε μια ολόκληρη εβδομάδα συνέχεια. Από τις καταρρακτώδεις αυτές βροχές πλημμύρισε το ρέμα που βρισκόταν δίπλα στο μέρος που ήταν κτισμένη η εκκλησία, ξερίζωσε δένδρα με μεγάλες φυλλωσιές – κυρίως πλατάνια – κατέστρεψε πολλά καλλιεργήσιμα κτήματα και παρέσυρε και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Κοντά στο σημείο που ήταν κτισμένη η εκκλησία οι κάτοικοι του συνοικισμού έκτισαν ένα εικόνισμα, που σώζονταν για αρκετά χρόνια μέχρι που ξαναπλημμύρισε το ρέμα και το παρέσυρε κι αυτό.

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

  1. Το θρησκευτικό Πανηγύρι στις 14 & 15 Αυγούστου

Κάθε χρόνο συνεχίζεται η παράδοση της θρησκευτικής πανήγυρης για την γιορτή της κοίμησης της Θεοτόκου. Ο Σύλλογός μας πολλές φορές διοργάνωσε  την εορταστική αυτή εκδήλωση.

Γίνεται κάθε χρόνο ο εσπερινός, η θεία λειτουργία, η περιφορά και η λιτανεία της ιερής εικόνας της Παναγίας της Μοναστηρακιώτισας. Συγκεντρώνονται πολλοί συχωριανοί μας, συμπατριώτες από τα γύρω χωριά και φίλοι του Συλλόγου και για να παραστούν στην ιερή τελετή και για να διασκεδάσουν.

Το γλέντι ξεκινάει την παραμονή μετά τον εσπερινό, με τον πα­ραδοσιακό τρόπο, με τον οποίο γινόταν και από τους παππούδες και τους πατε­ράδες μας καθώς και ανήμερα της Παναγίας μετά την θεία λειτουργία. Η ορχήστρα συγκροτείται κυρίως από ντόπιους οργανοπαίχτες, οι οποίοι με  πολύ καλή διάθεση συμβάλλουν στο ξεφάντωμα των πανηγυριωτών.

  1. Γ ι ο ρ τ ή   σ τ η   σ π η λ ι ά   τ ο υ   Κ α τ σ α ν τ ώ ν η

Το μνημείο στο χώρο που γίνονται “Τα Κατσαντώνια” – Συνδιοργανωτής :  ο Δήμος Αγράφων

Τα τελευταία χρόνια τη διοργάνωση των εορταστικών εκδηλώσεων στη Σπηλιά του Κατσαντώνη γίνεται από τον πολιτιστικό Σύλλογο του Κεφαλόβρυσου (Σίχνικου)

  1. Γιορτή στον Άγιο Δημήτριο για τα 100 χρόνια από το κτίσιμο της εκκλησίας

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Το χωριό Μοναστηράκι ιδρύθηκε πιθανόν επί τουρκοκρατίας. Τα ελάχιστα λείψανα του παλαιού κάστρου, μαρτυρίες για παλιά σπίτια και ονομασίες διάφορων περιοχών, όπως Μοσχολή, Κεράνη κ.ά. δείχνουν ότι το χωριό ήταν κάποτε κεφαλοχώρι. Ο Αγαθοκλής Λ. Μπακογιάννης γράφει σχετικά μ’ αυτά:

«Ο ∆ηµήτριος Λουκόπουλος, δάσκαλος και λαογράφος, περιόδευσε την περιοχή των Αγράφων το1929 και συγκέντρωσε πληροφορίες και στοιχεία της περιοχής, καθώς και ιστορικά γεγονότα, τα οποία στη συνέχεια τα εξέδωσε σε δύο βιβλία, µε τίτλους: «Στ’ Άγραφα» και «Στα βουνά του Κατσαντώνη». ∆ιαβάζοντας τα βιβλία αυτά µαθαίνουµε πολλά πράγµατα για την ιστορία του τόπου µας, που είναι γεµάτος από ιστορικά γεγονότα. Όπως ήταν επόµενο, ο έγκριτος αυτός λαογράφος, επισκέφθηκε και το Μοναστήρι της Τατάρνας και ασχολήθηκε µε την ιστορία του, από της κτίσεώς του και διαβάζοντας τον υπάρχοντα στο Μοναστήρι Κώδικα, βρήκε ορισµένες οµολογίες, τις οποίες αντέγραψε όπως έχουν και στη συνέχεια τις εξέδωσε σε βιβλίο µε τον τίτλο «Γεωργικά της Ρούµελης». Από τις οµολογίες αυτές, τις οποίες λέµε συµβόλαια, που αντέγραψε ο Λουκόπουλος και δηµοσίευσε στο βιβλίο του «Γεωργικά της Ρούµελης», τέσσερες και συγκεκριµένα οι υπ’ αριθ. 1, 2,11 και12 αναφέρονται σε κατοίκους του Μοναστηρακιού της εποχής εκείνης, οι οποίοι είχαν κτήµατα και βοσκότοπους στη Μαγούλα, περιοχή παραποτάµια του Αχελώου, επίπεδη και εύφορη, κείµενη κοντά στο Μοναστήρι της Τατάρνας και τα οποία κτήµατα και βοσκοτόπους, οι Μοναστηρακιώτες επώλησαν και µεταβίβασαν στο Μοναστήρι, µε τη θέλησή τους, µε τις παρακάτω οµολογίες (συµβόλαια) παρουσία µαρτύρων, οι οποίοι και υπέγραψαν την κάθε πράξη της αγοραπωλησίας.

Το κείµενο της πρώτης οµολογίας έχει ως ακολούθως:

«∆ιά του παρόντος µου γράµµα δηλωποιώ εγώ η Χρυσάφω Χακαλού από χωρίον Μοναστηράκι το πώς επώλησα το χωράφι µου, όπου είχα εις τόπον λεγόµενον Βλαχοµιχάλη ή Λογγά, καθώς είναι όλο από το γεφύρι πλησίον και απάνω εις την Ράχην, διά άσπρα του αριθµού 100, ήταν τετρακόσια και το επώλησα του ∆εσπότου της Τατάρνας και όλων των πατέρων της σεβασµίας Μονής ταύτης και εγένετο τέλειον …… παντοτεινού. Μη έχοντας τινάς εξουσίαν να συντύχη και να αντιλογηθή εις αυτήν την πώλησιν, ούτε ο ίδιος ούτε ξένος από το χωρίον µου, διότι τα έδωσα µε το ιδίον µου θέληµα και αγαθήν γνώσιν. ∆ιά το βέβαιον της αληθείας εγράφη το παρόν και εδόθη εις τας αγίας χείρας του ∆εσπότου εν έµπροσθεν εκ των υποκάτωθιν αξιοπίστων γεγραµµένων µαρτύρων κατά το σωτήριον έτος 1692 Σεπτεµβρίου 9.

Το κείµενο της δεύτερης οµολογίας έχει ως ακολούθως:

«Χωρίον Μοναστηράκι πώλησις Μαγούλας

∆ια της παρούσης οµολογίας “συµβόλαιο’’ και καθολικής αποδείξεως οµολογούµεν ηµείς οι ιερείς και γέροντες από χωρίον Μοναστηράκι Σαλονικιώτες και Ρουµελιώτες, µικροί τε και µεγάλοι έστοντας και έχουµεν τόπον πατρικόν εις την Μαγούλαν οµού µε τα σύνορά του και τον επωλήσαµε µε ιδίον µας θέληµα όσο και εκείνοι όπου είχαν τα χωράφια, όσο και εκείνοι που δεν είχαν, όλοι του χωριού µας µικροί και µεγάλοι, άνδρες και γυναίκες και τον επωλήσαµεν εις την Αγίαν Μονήν της Παναγίας της Φανερωµένης το επώνυµον Τατάρνα, διά γρόσια εκατόν είκοσι πέντε -125- και κανένας να µην έχη ζαβιντάβι να γυρίση από τον τόπον αυτόν ουδεµία πιθαµή. Και όποιος άνθρωπος από την χώραν µας µάλιστα ή από άλλον χωρίον ή από Παλαιοκάτουνον ή από Βούλπη ή από άλλην µεριάν σταθή και ειπεί πως τα χωράφια τα επωλήσαµεν εµείς εις το Μοναστήρι και συγχύση τους πατέρες, να έχωµεν να δίδωµεν απόκρισιν έµπροσθεν εις τον Πανιερώτατον κύριον Ανανίαν και καθηγούµενον της Αγίας Μονής και εις τους επιλοίπους πατέρες του Μοναστηριού.

Τα σύνορα του τόπου είναι αυτά: Εις την αλπόχαρη, εις την ράχην του Κουτρέβα και εις την βρύσην εις τα Σαραντάπορα – Αχελώος και εις την σκάλα της Αγριλιάς, εις τα Κερασολάγγαδα και εις τα Χρίσοβα και εις τα απάνω Λυκόφουρκα εις την βρύσην και έρχεται τον κατήφορον εις Κεφαλογέφυρο.

Ακόµα επώλησε ο Κώστας του Μάρκου τα χωράφια του µε την λογγά σβάρνα, δια γρόσια 7. Επώλησε και η Χακαλού πρώτον εις το Κεφαλογέφυρον το χωράφι της διά γρόσια 52. Και διά το βέβαιον της αληθείας εδόθη το παρόν µας εις χείρας του Πανιερωτάτου και των επιλοίπων πατέρων επί έτει 1693 εν µηνί ∆εκεµβρίου 19.

Οι πωλητές

Καγώ ο γράψας Παναγιώτης του ∆ήµου στρεχτός. Πάνος Κοκκάλου στρεχτός. Κώστας Μάρκου στρεχτός. Χρίστος Παπαγεωργίου στρεχτός, Ρίζος Πολυζώης στρεχτός, Παναγιώτης Μοσχολής στρεχτός.

Οι µάρτυρες

Αθανάσιος Παπαρίζου, Παλαιοκατουνιώτης µάρτυρας, ΓιάννηςΑραχοβίτης ευρέθην παρών µάρτυρας, Στέργιος από Βούλπη, ευρέθηκα παρών µάρτυρας, Παναγιώτης Μιχάλης από Βούλπη µάρτυρας, Γερογιάννης Βελισδονίτης µάρτυρας, Ζαφείρης από χωρίον Σιάµου ακούων παρών µάρτυρας, Αρµαγιάννης από Κόνιαβην ευρέθηκα παρόν µαρτυρώ, ακόµα και τούτα τα 125 γρόσια εγράψαµεν εις µίαν πρόθεσιν το όνοµα Τριανταφύλλη και εγώ ο Αλέξιος ιερεύς από Παλαιοκάτουνον, ευρέθην παρών µάρτυραν, Ι.∆. Αναγνώστου από Καρές µάρτυρας, Ιωάννης Τσεκούρας από Μαραθιά µάρτυρας, Αθανάσιος Ανυφαντής από Βούλπη µάρτυρας, Ρίζος Ντερβαντζής από Παλαιοκάτουνον µάρτυρας».

Στην ενδεκάτη (11) οµολογία “συµβόλαιο’’ από τον Κώδικα του Μοναστηριού διαβάζουµε και τα µεταφέρουµε όπως ακριβώς είναι καταχωρηµένα:

«∆ια το Λογγίτζι Επί έτους 1699, Οκτωβρίου 2, οµολογώ ο Πολυζώης ο υιός του µακαρίτου Παναγιώτου έστοντας όπου έχω τον αµπελότοπον τον πατρικόν µου εις το Λογγίτζι, εις την Παναγίαν από κάτω και µη δυνάµενος να τον κάνω εγώ, να παίρνω το χωραφιάτικον και έχω και χρέος, τον επώλησα του αυθώτου ∆εσπότου εις την Τατάρνα διά άσπρα 320 και είναι συνορίτης η Μαρίνα από την µίαν µεριάν και από την άλλην το ρεβυθιάτικον όπου είναι τώρα εις την Τατάρναν. Και το επώλησα µε το ιδίον µου θέληµα να µην έχη κανείς να κάνη τίποτες. Και διά το βέβαιον της αληθείας έγραψα την οµολογίαν µου γράψας ιδιοχείρως. Εδόθη του άνωθεν αυθέντου ∆εσπότου η οµολογία να έχη και κύρος και βάνω και την βούλα µου µέσα και εγώ ο Πολύζος όπου το επώλησα είµαι από το Μοναστηράκι.

Οι µάρτυρες Ιωάννης Χρίστου, Μοναστηρακιώτης µάρτυρας, Ιωάννης του Λάλα από χωρίον Άγραφα, µάρτυρας, Πολυζώης Παπαδήµου από χωρίον Βούλπη, µάρτυρας».

Στην 12η Οµολογία  του Κώδικα του Μοναστηριού διαβάζουµε και αντιγράφουµε το κείµενο όπως ακριβώς είναι καταχωρηµένο:

«Των Μοναστηρακιωτών η πώλησις για το Λογγίτζι. Την σήµερον οµολογούµεν ηµείς οι Μοναστηρακιώτες ότι επωλήσαµεν τον τόπον µας και τα χωράφια µας και λόγγους εις το Μοναστήρι Τατάρνας, το λεγόµενο Λογγίτζι, µε το ίδιόν µας θέληµα, δια γρόσια διακόσια πενήντα, 250, τα οποία τα ελάβαµεν σωστά από τον ηγούµενον Τατάρνας αυθέντην ∆εσπότην Κύριον Ανανίαν.

Τα δε σύνορα είναι αυτά: Στο διάσελο εις την Κρανιά και πέφτει πλευρά εις την Παναγίαν από πάνω παραδίπλα εις το φκυαρολάγγαδον, δίπλα-πέρα και βγαίνει εις την Κωλοτριβάδα και κάτω εις το Λογγίτσι, εις την ράχην και πέραν τον ανήφορον και βγαίνει εις την κοφτερή Μελίστα εις την ράχην τον ανήφορον εις την κορυφήν του Λήξουρου και βγαίνει εις την Κρανιά και τελειώνει. Κανείς δεν έχει να γγίξη το Μοναστήρι και έστω εις ένδειξιν, 1700 Σεπτεµβρίου 10

Οι πωλητές

Παπαναγιώτης, Παπαχρίστος, Παπαπολύζος, Γεροπαναγιώτης,∆ιάκος, Γεροδήµος, ∆εληγιάννης, Χρ. Γούναρης, Γεροκοτζιάς.

Οι µάρτυρες

Γιάννης του Λάλα, µάρτυς, Πολύζιος από Βούλπη, µάρτυς, Πολύζιος Παπαδήµου, επώλησα, έγραψα και µαρτυρώ».

Αυτές είναι οι τέσσερες (4) ομολογίες («συμβόλαια» της εποχής εκείνης), που βρίσκονται καταχωρημέες στο Κώδικα του Μοναστηριού της Τατάρνας και με τις οποίες ομολογίες, οι Μοναστηρακιώτες εκείνης της εποχής και περιόδου επώλησαν και μεταβίβασαν με τη θέλησή τους τα κτήματα και τους βοσκότοπους που είχαν στη Μαγούλα, στο Μοναστήρι της Τατάρνας, κατά τα έτη 1692, 1693, 1699 και 1700. Τα ονοματεπώνυμα των πολιτών και μαρτύρων που αναφέρονται στις ομολογίες σήμερα, αλλά και παλιότερα δεν υπάρχουν στο Μοναστηράκι των Αγράφων.

Βέβαια, από τότε πέρασαν εκατοντάδες χρόνια και οι άνθρωποι μετακινούνται, χάνονται. Καμιά φορά αλλάζουν και όνομα. Το μόνο που υπάρχει σήμερα στο Μοναστηράκι και θα μένει εκεί αιώνια είναι η βρύση του Μοσχολή, με τις δυο πέτρινες καλοφκιαγμένες κούπες στηριγμένες στον επίσης καλοφτιαγμένο πέτρινο τοίχο, με το άφθονο κρύο και κρυστάλλινο νερό που ήπιαν αχόρταγα και ξεδίψασαν γενιές ολόκληρες Μοναστηρακιωτών, κουβαλώντας το με τις φτιαγμένες με κέδρινο ξύλο βαρέλες, ζαλιγκωμένες οι γυναίκες του χωριού στα σπίτια τους και πίνουν και θα πίνουν μέχρι που θα υπάρχει ζωή σε τούτο τον πλανήτη και κάτοικοι στο Μοναστηράκι… Ο Παναγιώτης Μοσχολής, ο Μοναστηρακιώτης, όπως διαβάζουμε στην Ομολογία δύο (2) είχε κτήματα στην παραποτάμια και εύφορη πεδιάδα της Μαγούλας, καθώς και πολλοί άλλοι Μοναστηρακιώτες, τα οποία κτήματα πούλησε στο Μοναστήρι της Τατάρνας και από τα χρήματα που πήρε, δώρισε στο χωριό του και στους χωριανούς του τη βρύση με τις δύο πέτρινες, όμορφες και καλοδουλεμένες κούπες, από όπου έπαιρναν, παίρνουν και θα παίρνουν νερό οι Μοναστηρακιώτες, μέχρι που θα υπάρχει ζωή σε τούτο τον πλανήτη και στο Μοναστηράκι κάτοικοι έστω και τους καλοκαιρινούς μήνες. Τρεις χάρες έχει το Μοναστηράκι. Την Παναγία, Κοίμηση της Θεοτόκου, η οποία απλόχερα σκεπάζει και προστατεύει τους Μοναστηρακιώτες όπου γης, το κρύο, γάργαρο και εύγευστο νερό της βρύσης του Μοσχολή και την ομορφιά της φύσης, η οποία είναι κάτι το μοναδικό και το ανεπανάληπτο».

Το Κεφαλόβρυσο (Σίχνικο)

Το Κεφαλόβρυσο ή Σίχνικο ανήκει στο δήμο ΑΓΡΑΦΩΝ της Περιφερειακής Ενότητας Ευρυτανίας που βρίσκεται στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα «Καλλικράτης».

Η επίσημη ονομασία είναι «Κεφαλόβρυσο».

Κατά τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας με το σχέδιο «Καποδίστριας», το Κεφαλόβρυσο ανήκει στο Τοπικό Διαμέρισμα Μοναστηρακίου, του Δήμου Αγράφων του Νομού Ευρυτανίας.

Το Κεφαλόβρυσο έχει 30 κατοίκους (απογραφή του 2011) και υψόμετρο 885.

Στο Σίχνικο βρίσκονται οι εκκλησίες του Αγίου Παντελεήμονα και του Προφήτη Ηλία. Σε μικρή απόσταση από το Σίχνικο, δίπλα στον δρόμο που οδηγεί στο Παλαιοχώρι, ένα μικρό κατοικημένο οικισμό, βρίσκεται μια ανεξερεύνητη σπηλιά με άθικτο τον σταλαγμιτικό και σταλακτιτικό της διάκοσμο. Μόνο ένα μέρος της γύρω στα 150 μέτρα είναι προσβάσιμο.      

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με τον Εκπρόσωπο της Τ.Κ. Μοναστηρακίου, κ. Γεώργιο Τόλη – τηλ:6981882562